Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόintarsiatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [intarsjaˈtore] 1 ψηφιδοθέτης 2 ψηφοθέτης 3 καλλιτέχνης ψηφιδωτών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |