Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intagliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [intaʎˈʎare]

1 λαξεύω
2 σκαλίζω
3 σμιλεύω
4 εγχαράσσω
5 χαράζω
6 τορεύω
7 τέμνω
8 κόβω
9 αποκόπτω
10 χαράσσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intacco intagliatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )
intaglio (ουσ αρσ )
intanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intangibile (επίθ.)
intangibilità (θηλ.ουσ)
intanto (επίρ.)
intarlare (ρ.αμτβ.)
intarlarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarlatura (θηλ.ουσ)
intarmare (ρ.αμτβ.)
intarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarsiare (ρ. μτβ.)
intarsiato (επίθ.)
intarsiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---