Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


intàglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈtaʎʎo]

1 εκτύπωση με μήτρα αναγλύφου
2 χαρακιά
3 εντομή
4 γλυφή
5 μήτρα αναγλύφου
6 σκάλισμα
7 εγκοπή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  intagliatore intanarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )
intaglio (ουσ αρσ )
intanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intangibile (επίθ.)
intangibilità (θηλ.ουσ)
intanto (επίρ.)
intarlare (ρ.αμτβ.)
intarlarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarlatura (θηλ.ουσ)
intarmare (ρ.αμτβ.)
intarmarsi (ρ.μ. (αντων.))
intarsiare (ρ. μτβ.)
intarsiato (επίθ.)
intarsiatore (ουσ αρσ )
intarsiatura (θηλ.ουσ)
intarsio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---