Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insurrezionàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insurrettsjoˈnale]

1 στασιαστικός
2 επαναστατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insuperbirsi insurrezione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---