Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insuperabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insuperabiliˈta]

ιδιότητα του ανυπέρβλητου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insuperabile insuperato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insultatore (ουσ αρσ )
insultatore (επίθ.)
insulto (ουσ αρσ )
insuperabile (επίθ.)
insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---