Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insuperàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insupeˈrato]

1 ασυναγώνιστος
2 απροσπέραστος
3 ανυπέρβλητος
4 αξεπέραστος
5 απέραστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insuperabilità insuperbire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insultatore (ουσ αρσ )
insultatore (επίθ.)
insulto (ουσ αρσ )
insuperabile (επίθ.)
insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---