Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insuperàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insupeˈrabile]

1 απέραστος
2 αξεπέραστος
3 απαράμιλλος
4 ανυπέρβλητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insulto insuperabilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insultante (επίθ.)
insultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insultatore (ουσ αρσ )
insultatore (επίθ.)
insulto (ουσ αρσ )
insuperabile (επίθ.)
insuperabilità (θηλ.ουσ)
insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---