Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsurrezióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insurretˈtsjone] 1 στάση 2 ανταρσία 3 επανάσταση 4 εξέγερση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |