Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insurrezióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insurretˈtsjone]

1 στάση
2 ανταρσία
3 επανάσταση
4 εξέγερση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insurrezionale insuscettibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insuperato (επίθ.)
insuperbire (ρ.αμτβ.)
insuperbire (ρ. μτβ.)
insuperbirsi (ρ.μ. (αντων.))
insurrezionale (επίθ.)
insurrezione (θηλ.ουσ)
insuscettibile (επίθ.)
insussistente (επίθ.)
insussistenza (θηλ.ουσ)
intabaccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
intabarrare (ρ. μτβ.)
intabarrarsi (ρ. μ. αμτβ.)
intaccabile (επίθ.)
intaccare (ρ.αμτβ.)
intaccare (ρ. μτβ.)
intaccatura (θηλ.ουσ)
intacco (ουσ αρσ )
intagliare (ρ. μτβ.)
intagliatore (ουσ αρσ )
intaglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---