Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insufflatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insufflaˈtore]

Φυσητήρας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insufflare insufflazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insudiciare (ρ. μτβ.)
insudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
insufficiente (επίθ.)
insufficienza (θηλ.ουσ)
insufflare (ρ. μτβ.)
insufflatore (ουσ αρσ )
insufflazione (θηλ.ουσ)
insulare (ουσ αρσ και θηλ.)
insulare (επίθ.)
insularità (θηλ.ουσ)
insulina (θηλ.ουσ)
insulinico (επίθ.)
insulinismo (ουσ αρσ )
insulinoterapia (θηλ.ουσ)
insulsaggine (θηλ.ουσ)
insulso (επίθ.)
insultante (επίθ.)
insultare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insultatore (ουσ αρσ )
insultatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---