Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsufficiènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insuffiˈʧɛntsa] 1 (mancanza) ανεπάρκεια 2 (a scuola) κάτω από τη βάση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |