Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinstabilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [instabiliˈta] 1 ευμεταβλητότητα 2 ανασφάλεια 3 αστάθεια 4 μεταβλητότητα 5 ρευστότητα 6 αστασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |