Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inspiegàto
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inspjeˈgato]

Ανεξήγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inspiegabile inspirare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)
instare (ρ.αμτβ.)
instaurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---