Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insperàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inspeˈrato]

Ανέλπιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insperabile inspessire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---