Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insozzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insotˈtsare]

1 κηλιδώνω
2 ατιμάζω
3 ντροπιάζω
4 λερώνω
5 ρυπαίνω
6 βρωμίζω

insozzarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insotˈtsarsi]

1 λερώνομαι
2 ατιμάζομαι
3 εξευτελίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insostituibilità insperabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insospettirsi (ρ.μ. (αντων.))
insostenibile (επίθ.)
insostenibilità (θηλ.ουσ)
insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---