Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inspessìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inspesˈsire]

παχαίνω (χρησιμοποίησε καλύτερα το ispessire)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insperato inspiegabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)
inspiegato (επίθ.)
inspirare (ρ. μτβ.)
inspiratore (επίθ.)
inspiratorio (επίθ.)
inspirazione (θηλ.ουσ)
instabile (επίθ.)
instabilità (θηλ.ουσ)
installare (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatore (ουσ αρσ )
installazione (θηλ.ουσ)
instancabile (επίθ.)
instancabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---