Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insospettàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insospetˈtabile]

υπεράνω υποψίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insorto insospettato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insorgenza (θηλ.ουσ)
insorgere (ρ.αμτβ.)
insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)
insospettato (επίθ.)
insospettire (ρ.αμτβ.)
insospettire (ρ. μτβ.)
insospettirsi (ρ.μ. (αντων.))
insostenibile (επίθ.)
insostenibilità (θηλ.ουσ)
insostituibile (επίθ.)
insostituibilità (θηλ.ουσ)
insozzare (ρ. μτβ.)
insozzarsi (ρ.μ. (αντων.))
insperabile (επίθ.)
insperato (επίθ.)
inspessire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inspiegabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---