Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insonnolìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insonnoˈlito]

νυσταμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insonnia insonorizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)
insonorizzare (ρ. μτβ.)
insonorizzazione (θηλ.ουσ)
insopportabile (επίθ.)
insopportabilità (θηλ.ουσ)
insopportabilmente (επίρ.)
insopprimibile (επίθ.)
insordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insorgente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insorgenza (θηλ.ουσ)
insorgere (ρ.αμτβ.)
insormontabile (επίθ.)
insorto (ουσ αρσ )
insorto (επίθ.)
insospettabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---