Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insolùbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insoˈlubile]

1 μη ηλεκτρολυτικά χωριζόμενος
2 αδιάλυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insolito insolubilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insolentemente (επίρ.)
insolentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)
insonorizzare (ρ. μτβ.)
insonorizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---