Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insolenteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [insolenteˈmente]

1 αναιδώς
2 αδιάντροπα
3 με θράσος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insolente insolentire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insofferente (επίθ.)
insofferenza (θηλ.ουσ)
insoffribile (επίθ.)
insolazione (θηλ.ουσ)
insolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insolentemente (επίρ.)
insolentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---