Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsolenteménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [insolenteˈmente] 1 αναιδώς 2 αδιάντροπα 3 με θράσος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |