Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsolènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insoˈlɛntsa] 1 θράσος 2 αυθάδης παρατήρηση 3 αδιάντροπη συμπεριφορά 4 αυθάδεια 5 θρασύτητα 6 αδιαντροπιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |