Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insolènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insoˈlɛntsa]

1 θράσος
2 αυθάδης παρατήρηση
3 αδιάντροπη συμπεριφορά
4 αυθάδεια
5 θρασύτητα
6 αδιαντροπιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insolentire insolito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insoffribile (επίθ.)
insolazione (θηλ.ουσ)
insolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insolentemente (επίρ.)
insolentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)
insolvente (επίθ.)
insolvenza (θηλ.ουσ)
insolvibile (επίθ.)
insolvibilità (θηλ.ουσ)
insomma (επίρ.)
insommergibile (επίθ.)
insondabile (επίθ.)
insonne (επίθ.)
insonnia (θηλ.ουσ)
insonnolito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---