Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insoddisfacènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insoddisfaˈʧɛnte]

μη ικανοποιητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insocievolezza insoddisfatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insito (επίθ.)
insociabile (επίθ.)
insociale (επίθ.)
insocievole (επίθ.)
insocievolezza (θηλ.ουσ)
insoddisfacente (επίθ.)
insoddisfatto (επίθ.)
insoddisfazione (θηλ.ουσ)
insofferente (επίθ.)
insofferenza (θηλ.ουσ)
insoffribile (επίθ.)
insolazione (θηλ.ουσ)
insolente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insolentemente (επίρ.)
insolentire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insolenza (θηλ.ουσ)
insolito (αρσ. επίθ και ουσ)
insolubile (επίθ.)
insolubilità (θηλ.ουσ)
insoluto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---