Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insistènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insisˈtɛnte]

1 αδιάλειπτος
2 ακατάπαυστος
3 αδιάκοπος
4 επίμονος
5 εξακολουθητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insipienza insistenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insinuazione (θηλ.ουσ)
insipidezza (θηλ.ουσ)
insipidità (θηλ.ουσ)
insipido (επίθ.)
insipienza (θηλ.ουσ)
insistente (επίθ.)
insistenza (θηλ.ουσ)
insistere (ρ.αμτβ.)
insito (επίθ.)
insociabile (επίθ.)
insociale (επίθ.)
insocievole (επίθ.)
insocievolezza (θηλ.ουσ)
insoddisfacente (επίθ.)
insoddisfatto (επίθ.)
insoddisfazione (θηλ.ουσ)
insofferente (επίθ.)
insofferenza (θηλ.ουσ)
insoffribile (επίθ.)
insolazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---