Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insilàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insiˈlare]

τοποθετώ ζωοτροφή σε σιλό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insilamento insilatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)
insilatrice (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ)
insincero (επίθ.)
insindacabile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ)
insino (επίρ.)
insinuante (επίθ.)
insinuare (ρ. μτβ.)
insinuarsi (ρ.μ. (αντων.))
insinuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insinuazione (θηλ.ουσ)
insipidezza (θηλ.ουσ)
insipidità (θηλ.ουσ)
insipido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---