Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insignificànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insiɲɲifiˈkante]

ασήμαντος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insigne insignire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)
insilatrice (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ)
insincero (επίθ.)
insindacabile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ)
insino (επίρ.)
insinuante (επίθ.)
insinuare (ρ. μτβ.)
insinuarsi (ρ.μ. (αντων.))
insinuatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insinuazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---