Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insième  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsjɛme]

το σύνολο

insième  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [inˈsjɛme]

1 (assieme) μαζί
2 (contemporaneamente) συγχρόνως, ταυτοχρονα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insidioso insiemistica  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nell'insieme = στο σύνολο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insicuro (επίθ.)
insidia (θηλ.ουσ)
insidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insidioso (επίθ.)
insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)
insilatrice (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ)
insincero (επίθ.)
insindacabile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ)
insino (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---