Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsième
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [inˈsjɛme] το σύνολο insième επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [inˈsjɛme] 1 (assieme) μαζί 2 (contemporaneamente) συγχρόνως, ταυτοχρονα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnell'insieme = στο σύνολο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |