Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsicùro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [insiˈkuro] ανασφαλές άτομο insicùro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [insiˈkuro] ανασφαλής (-ής, -ές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |