Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insicùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insiˈkuro]

ανασφαλές άτομο

insicùro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insiˈkuro]

ανασφαλής (-ής, -ές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insicurezza insidia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insettifugo (επίθ.)
insettivoro (ουσ αρσ )
insettivoro (επίθ.)
insetto (ουσ αρσ )
insicurezza (θηλ.ουσ)
insicuro (ουσ αρσ )
insicuro (επίθ.)
insidia (θηλ.ουσ)
insidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insidioso (επίθ.)
insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---