Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insìdia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsidja]

1 λούμπα
2 κίνδυνος
3 μέσο για εξαπάτηση και σύλληψη ζώων
4 παγίδα
5 δόκανο
6 ενέδρα
7 σαγήνη
8 δέλεαρ
9 δόλωμα
10 ύπουλος κίνδυνος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insicuro insidiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insettivoro (επίθ.)
insetto (ουσ αρσ )
insicurezza (θηλ.ουσ)
insicuro (ουσ αρσ )
insicuro (επίθ.)
insidia (θηλ.ουσ)
insidiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insidiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insidioso (επίθ.)
insieme (ουσ αρσ )
insieme (επίρ.)
insiemistica (θηλ.ουσ)
insiemistico (επίθ.)
insigne (επίθ.)
insignificante (επίθ.)
insignire (ρ. μτβ.)
insilamento (ουσ αρσ )
insilare (ρ. μτβ.)
insilatrice (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---