Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinserìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [inseˈrire] εισάγω inserirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [inseˈrirsi] 1 γίνομαι τμήμα (του) 2 καταφέρνω να μπω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |