ItalianoGreco


inserviènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inserˈvjɛnte]

1 υπηρέτης
2 κλητήρας
3 άνθρωπος που κάνει δουλειά του ποδαριού
4 ταξιθέτης

inserviènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inserˈvjɛnte]

1 ταξιθέτρια
2 υπηρέτρια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---