Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insequestrabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insekwestrabiliˈta]

1 συνθήκη αδυναμίας δήμευσης
2 ασυλία δήμευσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insequestrabile inseribile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)
insequestrabile (επίθ.)
insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseribile (επίθ.)
inserimento (ουσ αρσ )
inserire (ρ. μτβ.)
inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseritore (αρσ. επίθ και ουσ)
inserto (αρσ. επίθ και ουσ)
inservibile (επίθ.)
inserviente (ουσ αρσ )
inserviente (θηλ.ουσ)
inserzione (θηλ.ουσ)
inserzionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insettario (ουσ αρσ )
insetticida (επίθ.)
insettifugo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---