ItalianoGreco


insensàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insenˈsato]

1 τρελός άνθρωπος
2 κουτεντές

insensàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insenˈsato]

1 τρελός
2 ανόητος
3 παράλογος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---