Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inselvatichìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [inselvatiˈkire]

Αγριεύω

inselvatichìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inselvatiˈkire]

εξαγριώνω κάποιον

inselvatichirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inselvatiˈkirsi]

Αγριεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insellatura inseminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )
insellare (ρ. μτβ.)
insellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
insellatura (θηλ.ουσ)
inselvatichire (ρ.αμτβ.)
inselvatichire (ρ. μτβ.)
inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseminare (ρ. μτβ.)
inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---