Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insellatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insellaˈtura]

1 κύρτωση της πλάτης (ζώου)
2 λύγισμα
3 θέση πλοίου ως προς αγκυροβόλιο
4 βαθούλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insellarsi inselvatichire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inseguitore (επίθ.)
insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )
insellare (ρ. μτβ.)
insellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
insellatura (θηλ.ουσ)
inselvatichire (ρ.αμτβ.)
inselvatichire (ρ. μτβ.)
inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseminare (ρ. μτβ.)
inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---