Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsellatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insellaˈtura] 1 κύρτωση της πλάτης (ζώου) 2 λύγισμα 3 θέση πλοίου ως προς αγκυροβόλιο 4 βαθούλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |