Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inseguitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insegwiˈtore]

Διώκτης

inseguitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insegwiˈtore]

1 καταδιωκτικός
2 διωκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inseguire insellaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insegnante (ουσ αρσ και θηλ.)
insegnante (επίθ.)
insegnare (ρ. μτβ.)
inseguimento (ουσ αρσ )
inseguire (ρ. μτβ.)
inseguitore (ουσ αρσ )
inseguitore (επίθ.)
insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )
insellare (ρ. μτβ.)
insellarsi (ρ. μ. αμτβ.)
insellatura (θηλ.ουσ)
inselvatichire (ρ.αμτβ.)
inselvatichire (ρ. μτβ.)
inselvatichirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseminare (ρ. μτβ.)
inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---