Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinseminazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inseminatˈtsjone] 1 γονιμοποίηση (τεχνητή) 2 σπερματέγχυση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |