Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insensìbile  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [insenˈsibile]

1 απαθής
2 ουδέτερος
3 ανεπαίσθητος
4 αδιάφορος
5 ασυγκίνητος
6 άπονος
7 αναίσθητος
8 ασυναίσθητος
9 ανάλγητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insensato insensibilità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inseminazione (θηλ.ουσ)
insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)
insequestrabile (επίθ.)
insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseribile (επίθ.)
inserimento (ουσ αρσ )
inserire (ρ. μτβ.)
inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseritore (αρσ. επίθ και ουσ)
inserto (αρσ. επίθ και ουσ)
inservibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---