Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsensibilità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [insensibiliˈta] 1 αδιαφορία 2 αναισθησία 3 απάθεια 4 αδυναμία 5 ιδιότητα του ανεπαίσθητου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |