Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insensibilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [insensibiliˈta]

1 αδιαφορία
2 αναισθησία
3 απάθεια
4 αδυναμία
5 ιδιότητα του ανεπαίσθητου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insensibile insensibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insenatura (θηλ.ουσ)
insensatezza (θηλ.ουσ)
insensato (ουσ αρσ )
insensato (επίθ.)
insensibile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insensibilità (θηλ.ουσ)
insensibilmente (επίρ.)
inseparabile (αρσ. επίθ και ουσ)
inseparabilità (θηλ.ουσ)
insepolto (επίθ.)
insequestrabile (επίθ.)
insequestrabilità (θηλ.ουσ)
inseribile (επίθ.)
inserimento (ουσ αρσ )
inserire (ρ. μτβ.)
inserirsi (ρ.μ. (αντων.))
inseritore (αρσ. επίθ και ουσ)
inserto (αρσ. επίθ και ουσ)
inservibile (επίθ.)
inserviente (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---