Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insediàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inseˈdjare]

1 εγκαθιστώ
2 τοποθετώ (σε αξίωμα ή υπηρεσία)

insediarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [inseˈdjarsi]

1 αναλαμβάνω διεύθυνση
2 εγκαθίσταμαι
3 αναλαμβάνω αξίωμα
4 αποκαθίσταμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insediamento insegna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inscusabile (επίθ.)
insecchire (ρ.αμτβ.)
insecchire (ρ. μτβ.)
insediamento (ουσ αρσ )
insediare (ρ. μτβ.)
insediarsi (ρ.μ. (αντων.))
insegna (θηλ.ουσ)
insegnabile (επίθ.)
insegnamento (ουσ αρσ )
insegnante (ουσ αρσ και θηλ.)
insegnante (επίθ.)
insegnare (ρ. μτβ.)
inseguimento (ουσ αρσ )
inseguire (ρ. μτβ.)
inseguitore (ουσ αρσ )
inseguitore (επίθ.)
insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )
insellare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---