Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insediaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [insedjaˈmento]

1 εγκατάσταση
2 παραλαβή
3 τακτοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insecchire insediare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inscrutabilità (θηλ.ουσ)
inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inscusabile (επίθ.)
insecchire (ρ.αμτβ.)
insecchire (ρ. μτβ.)
insediamento (ουσ αρσ )
insediare (ρ. μτβ.)
insediarsi (ρ.μ. (αντων.))
insegna (θηλ.ουσ)
insegnabile (επίθ.)
insegnamento (ουσ αρσ )
insegnante (ουσ αρσ και θηλ.)
insegnante (επίθ.)
insegnare (ρ. μτβ.)
inseguimento (ουσ αρσ )
inseguire (ρ. μτβ.)
inseguitore (ουσ αρσ )
inseguitore (επίθ.)
insellaggio (ουσ αρσ )
insellamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---