Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inscatolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [inskatoˈlare]

1 κονσερβάρω
2 αμπαλάρω
3 συντηρώ σε δοχείο
4 τοποθετώ σε κιβώτια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inscatolamento inscatolatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaturo (επίθ.)
insaziabile (επίθ.)
insaziabilità (θηλ.ουσ)
insaziato (επίθ.)
inscatolamento (ουσ αρσ )
inscatolare (ρ. μτβ.)
inscatolatrice (θηλ.ουσ)
inscenare (ρ. μτβ.)
insciente (επίθ.)
inscienza (θηλ.ουσ)
inscindibile (επίθ.)
inscindibilità (θηλ.ουσ)
inscrittibile (επίθ.)
inscritto (επίθ.)
inscrivere (ρ. μτβ.)
inscrizione (θηλ.ουσ)
inscrutabile (επίθ.)
inscrutabilità (θηλ.ουσ)
inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inscusabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---