Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inscatolaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inskatolaˈmento]

1 κονσερβοποίηση
2 συσκευασία
3 κονσερβάρισμα
4 συσκευασία σε κιβώτιο
5 πακετάρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaziato inscatolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaturabile (επίθ.)
insaturo (επίθ.)
insaziabile (επίθ.)
insaziabilità (θηλ.ουσ)
insaziato (επίθ.)
inscatolamento (ουσ αρσ )
inscatolare (ρ. μτβ.)
inscatolatrice (θηλ.ουσ)
inscenare (ρ. μτβ.)
insciente (επίθ.)
inscienza (θηλ.ουσ)
inscindibile (επίθ.)
inscindibilità (θηλ.ουσ)
inscrittibile (επίθ.)
inscritto (επίθ.)
inscrivere (ρ. μτβ.)
inscrizione (θηλ.ουσ)
inscrutabile (επίθ.)
inscrutabilità (θηλ.ουσ)
inscurire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---