Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinsaporìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [insapoˈrire] 1 νοστιμίζω 2 προσθέτω μπαχαρικά 3 προσθέτω αρτύματα 4 καρυκεύω 5 αρωματίζω 6 προσθέτω καρυκεύματα insaporirsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [insapoˈrirsi] Νοστιμεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |