Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insània  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inˈsanja]

1 ψύχωση
2 τρέλα
3 παραφροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insanguinato insanire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)
insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)
insaponare (ρ. μτβ.)
insaponata (θηλ.ουσ)
insaponatrice (θηλ.ουσ)
insaponatura (θηλ.ουσ)
insaponificabile (επίθ.)
insapore (επίθ.)
insaporire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insaporirsi (ρ.μ. (αντων.))
insaporo (επίθ.)
insaputa (θηλ.ουσ)
insaturabile (επίθ.)
insaturo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---