Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insanguinàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [insangwiˈnare]

κηλιδώνω με αίμα

insanguinarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insangwiˈnarsi]

κηλιδώνομαι με αίμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insanabile insanguinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)
insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)
insaponare (ρ. μτβ.)
insaponata (θηλ.ουσ)
insaponatrice (θηλ.ουσ)
insaponatura (θηλ.ουσ)
insaponificabile (επίθ.)
insapore (επίθ.)
insaporire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insaporirsi (ρ.μ. (αντων.))
insaporo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---