Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insalvàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [insalˈvabile]

μη διασώσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insalubrità insanabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)
insanguinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insanguinarsi (ρ.μ. (αντων.))
insanguinato (επίθ.)
insania (θηλ.ουσ)
insanire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insano (επίθ.)
insaponare (ρ. μτβ.)
insaponata (θηλ.ουσ)
insaponatrice (θηλ.ουσ)
insaponatura (θηλ.ουσ)
insaponificabile (επίθ.)
insapore (επίθ.)
insaporire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---