Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insaccatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [insakkaˈtore]

συσκευαστής σε σακιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaccati insaccatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insaccamento (ουσ αρσ )
insaccare (ρ. μτβ.)
insaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)
insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)
insalubre (επίθ.)
insalubrità (θηλ.ουσ)
insalvabile (επίθ.)
insanabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---