Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


insaccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [insakˈkare]

1 φτιάχνω λουκάνικα
2 παραγεμίζω
3 τσουβαλιάζω
4 σακουλιάζω
5 σακιάζω
6 ντύνω ζεστά
7 στοιβάζω
8 στουμπώνω
9 τσεπώνω

insaccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [insakˈkarsi]

1 ντύνομαι ζεστά
2 στριμώχνομαι
3 στοιβάζομαι
4 ντύνομαι χωρίς γούστο
5 συνωθούμαι
6 συνωστίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  insaccamento insaccata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquisizione (θηλ.ουσ)
insabbiamento (ουσ αρσ )
insabbiare (ρ. μτβ.)
insabbiarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccamento (ουσ αρσ )
insaccare (ρ. μτβ.)
insaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)
insalatiera (θηλ.ουσ)
insaldare (ρ. μτβ.)
insaldatura (θηλ.ουσ)
insalivare (ρ. μτβ.)
insalivazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---