Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


inquisizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [inkwizitˈtsjone]

1 ιερή εξέταση
2 έρευνα αστυνομική
3 σοβαρή ανάκριση
4 δικαστική ανάκριση
5 επίμονη ανάκριση
6 ανάκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  inquisitorio insabbiamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

inquisire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
inquisitivo (επίθ.)
inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)
inquisitorio (επίθ.)
inquisizione (θηλ.ουσ)
insabbiamento (ουσ αρσ )
insabbiare (ρ. μτβ.)
insabbiarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccamento (ουσ αρσ )
insaccare (ρ. μτβ.)
insaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
insaccata (θηλ.ουσ)
insaccati (ουσ αρσ πληθ.)
insaccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
insaccatrice (θηλ.ουσ)
insaccatura (θηλ.ουσ)
insacchettare (ρ. μτβ.)
insacchettatrice (θηλ.ουσ)
insalata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---