inquisitóre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]
1 ανακριτής
2 ανακριτής άγριος ή επιθετικός
3 ιεροεξεταστής
inquisitóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]
1 ιεροεξεταστικός
2 εξεταστικός
3 διερευνητικός
4 ανακριτικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]
1 ανακριτής
2 ανακριτής άγριος ή επιθετικός
3 ιεροεξεταστής
inquisitóre
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]
1 ιεροεξεταστικός
2 εξεταστικός
3 διερευνητικός
4 ανακριτικός
permalink
inquisitore (ουσ αρσ )
inquisitore (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android