ItalianoGreco


inquisitóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]

1 ανακριτής
2 ανακριτής άγριος ή επιθετικός
3 ιεροεξεταστής

inquisitóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [inkwiziˈtore]

1 ιεροεξεταστικός
2 εξεταστικός
3 διερευνητικός
4 ανακριτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---