Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόinquirènte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [inkwiˈrɛnte] 1 εξεταστής 2 ανακριτής inquirènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [inkwiˈrɛnte] 1 ανακριτικός 2 εξεταστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |